- συριγμῶν
- σῡριγμῶν , συριγμόςshrill piping soundmasc gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πολυκέφαλος — η, ο / πολυκέφαλος, ον, ΝΜΑ 1. αυτός που έχει πολλά κεφάλια (α. «πολυκέφαλος Ὕδρα», Αριστοτ. β. «πλάττε τοίνυν μίαν μὲν ἰδέαν θηρίου ποικίλου και πολυκεφάλου», Πλάτ.) νεοελλ. μτφ. αυτός που έχει πολλούς αρχηγούς («πολυκέφαλο κόμμα») αρχ. φρ.… … Dictionary of Greek
πυροτέχνημα — το, Ν 1. τεχνολ. κατασκεύασμα από εύφλεκτες ουσίες που χρησιμοποιείται για την παραγωγή φωτός, σπινθήρων, καπνού, συριγμών και κρότων 2. μτφ. λόγος εντυπωσιακός αλλά ανούσιος και, γενικότερα, κάθε ενέργεια ή δραστηριότητα που στερείται… … Dictionary of Greek
σύριγγα — I Όργανο που βρίσκεται κοντά στη διακλάδωση της τραχείας όλων σχεδόν των πουλιών και προορίζεται για την παραγωγή των ήχων, επειδή ο λάρυγγας δεν είναι διαμορφωμένος για τον σκοπό αυτό. Είναι προικισμένη με μύες που βρίσκονται στην τραχεία και… … Dictionary of Greek